Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πλάξ"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
πλάξ, , γεν. πλᾰκός, 1. επίπεδη επιφάνεια, πλατύς χώρος γης, πεδιάδα, σε Αισχύλ.· πόντου πλάξ, ωκεανός, σε Πίνδ.· αἰθερία πλάξ, σε Ευρ.· επίπεδη κορυφή ενός βουνού, οροπέδιο, σε Σοφ. 2. επίπεδη πέτρα, πλάκα, σε Λουκ., Κ.Δ.
πλᾶξεν, Δωρ. αντί πλῆξεν, γʹ ενικ. αορ. αʹ του πλήσσω.
πλάξιππος, -ον, Δωρ. αντί πλήξιππος.