Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πλάνος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πλάνος[ᾰ], -ον, I. 1. Ενεργ., αυτός που παραστρατεί, οδηγεί σε σφάλμα, απατεώνας, απατηλός, σε Θεόκρ., Μόσχ. III. 1. πλάνος, = πλάνη. 2. μεταφ., φροντίδος πλάνοι, περιπλανήσεις του μυαλού, τρέλα, σε Ευρ.· πλάνοις, με ασταθή ξεσπάσματα, εξάρσεις, λέγεται για ασθένεια, σε Σοφ.· κερκίδος πλάνοι, λέγεται για τις ενέργειες της ύφανσης, σε Ευρ. III. λέγεται για πρόσωπα, πλάνος, , απατεώνας, αγύρτης, σε Κ.Δ.
πλᾰνο-στῐβής, -ές, περπατημένος από περιπλανώμενους ανθρώπους, από διαβάτες, σε Αισχύλ.