
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πλάνης"
- πλάνης[ᾰ], -ητος, ὁ, I. 1. περιπλανητής, περιφερόμενος, αλήτης, σε Σοφ., Ευρ. 2. πλάνητες ἀστέρες, σε Ξεν. II. ως επίθ., περιπλανώμενος, νομαδικός, σε Πλούτ.
- πλάνησις, -εως, ἡ (πλανάω), περιπλάνηση, διασκόρπιση, τῶν νεῶν, σε Θουκ.