Αποτελέσματα για: "πλάνη"
Βρέθηκαν 8 λήμματα [1 - 8]
-
πλάνη[ᾰ], ἡ όπως το ἄλη· I. 1. περιπλάνηση, περίπατος, σε Ηρόδ., Αισχύλ. 2. παρεκτροπή, σε Πλάτ. II. μεταφ., παραπλάνηση, σφάλμα, στον ίδ. κ.λπ.
-
πλάνημα[ᾰ], -ατος, τό, περιπλάνηση, σε Αισχύλ., Σοφ.
-
πλάνης[ᾰ], -ητος, ὁ, I. 1. περιπλανητής, περιφερόμενος, αλήτης, σε Σοφ., Ευρ. 2. πλάνητες ἀστέρες, σε Ξεν. II. ως επίθ., περιπλανώμενος, νομαδικός, σε Πλούτ.
-
πλάνησις, -εως, ἡ (πλανάω), περιπλάνηση, διασκόρπιση, τῶν νεῶν, σε Θουκ.
-
πλᾰνητέον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να περιφέρεται, σε Ξεν.
-
πλᾰνήτης, -ου, Δωρ. πλανάτας, ὁ, I. = πλάνης, σε Σοφ., Πλάτ. II. ως επίθ., περιπλανώμενος, περιφερόμενος, σε Ευρ.
-
πλᾰνητικός, -ή, -όν (πλανάομαι), περιπλανώμενος, σε Πλάτ.
-
πλᾰνητός, -ή, -όν (πλανάομαι), περιπλανώμενος, σε Πλάτ.