Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πλάνη"

Βρέθηκαν 8 λήμματα [1 - 8]
πλάνη[ᾰ], όπως το ἄλη· I. 1. περιπλάνηση, περίπατος, σε Ηρόδ., Αισχύλ. 2. παρεκτροπή, σε Πλάτ. II. μεταφ., παραπλάνηση, σφάλμα, στον ίδ. κ.λπ.
πλάνημα[ᾰ], -ατος, τό, περιπλάνηση, σε Αισχύλ., Σοφ.
πλάνης[ᾰ], -ητος, , I. 1. περιπλανητής, περιφερόμενος, αλήτης, σε Σοφ., Ευρ. 2. πλάνητες ἀστέρες, σε Ξεν. II. ως επίθ., περιπλανώμενος, νομαδικός, σε Πλούτ.
πλάνησις, -εως, (πλανάω), περιπλάνηση, διασκόρπιση, τῶν νεῶν, σε Θουκ.
πλᾰνητέον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να περιφέρεται, σε Ξεν.
πλᾰνήτης, -ου, Δωρ. πλανάτας, , I. = πλάνης, σε Σοφ., Πλάτ. II. ως επίθ., περιπλανώμενος, περιφερόμενος, σε Ευρ.
πλᾰνητικός, , -όν (πλανάομαι), περιπλανώμενος, σε Πλάτ.
πλᾰνητός, , -όν (πλανάομαι), περιπλανώμενος, σε Πλάτ.