Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πλάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πλάζω, Επικ. παρατ. πλάζον, αόρ. αʹ ἔπλαγξα, Επικ. πλάγξαΠαθ. και Μέσ., Δωρ. πλάσδομαι, Επικ. παρατ. πλαζόμην, μέλ. πλάγξομαι, αόρ. αʹ ἐπλάγχθην, Επικ. πλάγχθην· όπως το πλανάω· I. 1. κάνω κάποιον να περιπλανιέται ή να περιφέρεται, σε Όμηρ. 2. οδηγώ σε σφάλμα, μπερδεύω, παραπλανώ, στον ίδ. II. Παθ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, τριγυρίζω, σε Ομήρ. Οδ.· ἀπὸχαλκόφι χαλκὸς ἐπλάγχθη, ο χαλκός εξοστρακίστηκε από τον χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., περιπλανιέμαι από κάποιον, ἁμαξιτοῦ, σε Ευρ.· ομοίως, τίς πλάγχθη πολύμοχθος εἶναι; σε Σοφ. III. μέγα κύμα πλάζ' ὤμους, το κύμα οδήγησε τον ώμο του πιο πέρα, σε Ομήρ. Ιλ.Παθ., κύματι πλάζετο, οδηγήθηκε παράμερα από το κύμα, σε Ομήρ. Οδ.