Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πλάγιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πλάγιος[ᾰ], , -ον και -ος, -ον (πλάγοςI. 1. τοποθετημένος λοξά, κυρτός, γυρτός, Λατ. obliquus, σε Θουκ. 2. πλάγια, τά, οι πλευρές, σε Ηρόδ.· με στρατιωτική σημασία, τοῖς πλαγίοις ἐπιέναι, χτυπώ τις πλευρές, σε Θουκ.· εἰς τὰ πλάγια παράγειν ή παραπέμπειν, διατάζω το στράτευμα να παραταχτεί δεξιά και αριστερά, σε Ξεν.· πλαγίους λαβεῖν τοὺς πολεμίους, προσβάλλω τον εχθρό από τα πλάγια, στον ίδ. 3. με πρόθ. με επιρρ. σημασία, εἰς πλάγιον, πλαγίως, λοξά, στον ίδ.· εἰς τὰ πλάγια, αντίθ. προς εἰς τὸ ἀντίον, σε Θουκ.· -ἐκ πλαγίου κατά τα πλευρά, στον ίδ.· κατὰ πλάγια, σε Ξεν. II. μεταφ., ο μη ευθύς, πλάγιος, σκάρτος, ύπουλος, φρένες, σε Πίνδ.· πλάγια φρονεῖν, σε Ευρ.