Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πιστός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πιστός (Α), , -όν (πίνω), υγρός· πιστά (ενν. φάρμακα), ρευστά, υγρά φάρμακα, αντίθ. προς βρώσιμα, σε Αισχύλ.
πιστός (Β), , -όν (πείθωΠαθ., είμαι πιστευτός ή αξιόπιστος.
Α. I. 1.
λέγεται για πρόσωπο, αξιόπιστος, έμπιστος, αληθινός, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Αττ.· στην Περσία οἱ πιστοί ήταν ιδιαίτεροι σύμβουλοι του βασιλιά, έμπιστοι και αγαπητοί από εκείνον, σε Ξεν.· πιστὰ πιστῶν = πιστότατοι, σε Αισχύλ. 2. αξιόπιστος, αυτός που αξίζει την εμπιστοσύνη σε Θουκ. κ.λπ. II. 1. λέγεται για πράγματα, αξιόπιστος, σίγουρος, λέγεται για όρκους κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ.· οὐκέτι πιστὰ γυναιξίν, δεν μπορεί κανείς να εμπιστευτεί τις γυναίκες περισσότερο, σε Ομήρ. Οδ.· ἐλπὶς πιστὴ λόγῳ, εγγυημένη με λόγο, σε Θουκ. 2. άξιος πίστεως, πιστός, πιθανός, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ. III. πιστόν, τό, ως ουσ. όπως το πίστις II, ενέχυρο, ασφάλεια, εγγύηση, βεβαιότητα, σε Σοφ. κ.λπ.· τὸ πιστὸν τῆς ἐλευθερίας, σε Θουκ.· τὸ πιστὸν ἔχοντες κἂν περιγενέσθαι, αισθάνονται σιγουριά ότι θα επιζήσουν, στον ίδ.· στον πληθ., τὰ πιστὰ ποιεῖσθαι = πίστιν ποιεῖσθαι, σε Ηρόδ.· πιστὰ θεῶν, λέγεται για όρκους, σε Ξεν.· πιστὸν ή πιστὰ δοῦναι καὶ λαβεῖν, δίνω και παίρνω εχέγγυα, ανταλλάσσω εγγυήσεις, στον ίδ. κ.λπ. Β. Ενεργ., 1. όπως το πίσυνος, αυτός που πιστεύει, πεπεισμένος, βασισμένος σε, τινι, σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ. 2. πειθαρχικός, σε Ξεν. 3. πιστός, αφοσιωμένος, σε Κ.Δ. Γ. επίρρ. πιστῶς, I. με καλή πίστη, πειστικά, σε Δημ. II. με διάθεση για πίστη, στον ίδ.