Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πιστικός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πιστικός (Α), , -όν (πίνω), υγρός, σε Κ.Δ.· άλλοι αποδίδουν τη λέξη στο πίστις, με την έννοια του γνήσιος, αυθεντικός, αγνός.
πιστικός (Β), , -όν (πίστις), 1. πιστός, αφοσιωμένος· επίρρ., πιστικῶς ἔχειν τινί, σε Πλούτ. 2. γνήσιος, βλ. το επόμ.