Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πιστεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πιστεύω, μέλ. -εύσω, υπερσ. πεπιστεύκειν (πίστιςI. 1. εμπιστεύομαι, στηρίζομαι πάνω ή σε, έχω πίστη, βασίζομαι, πιστεύω σ' ένα πρόσωπο ή πράγμα, με δοτ., πιστεύω τινί, σε Ηρόδ., Αττ.· με ουδ. επίθ., λόγοις ἐμοῖσι πίστευσον τάδε, πίστεψε αυτά εδώ τα λόγια μου, σε Ευρ.· έπειτα, πιστεύω εἰς Θεόν, πιστεύω στον Θεό, σε Κ.Δ.· πιστεύω ἐπὶ τὸν Κύριον, στον ίδ.· απόλ. πιστεύω, θεωρώ, παραδέχομαι ως αληθές, σε Ηρόδ., Θουκ.Παθ., πιστεύομαι, θεωρούμαι πιστευτός, σε Πλάτ.· πιστεύεσθαι ὑπό τινος, απολαμβάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, σε Ξεν.· πιστεύομαι παρά τινι, πρός τινα, σε Δημ.· ὡς πιστευθησόμενος, σαν να επρόκειτο να γίνει πιστευτός, στον ίδ.Μέσ., πιστεύω αμοιβαία, στον ίδ. 2. συμφωνώ, σε Σοφ. 3. με απαρ., πιστεύω ότι, αισθάνομαι σίγουρος ή πεπεισμένος ότι ένα πράγμα είναι, θα είναι, έχει υπάρξει, σε Ευρ. κ.λπ.· πιστεύω ποιεῖν, τολμώ να κάνω ένα πράγμα, σε Δημ.Παθ., πιστεύομαι ἀληθεύσειν, θεωρούμαι ότι είναι πιθανόν να λέω την αλήθεια, σε Ξεν. 4. με δοτ. και απαρ., τοῖσι ἐπίστευε σιγᾶν, σ' αυτούς που πίστευε ότι θα τηρούσαν σιγή, στην εχεμύθεια αυτών που είχε εμπιστοσύνη, σε Ηρόδ. 5. πιστεύω, έχω πίστη, σε Κ.Δ. II. πιστεύω τί τινι, εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον άλλο, σε Ξεν. κ.λπ.Παθ., πιστεύομαί τι, μου έχει ανατεθεί εμπιστευτικά κάτι, στον ίδ.