Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πινάκιον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πῐνάκιον, τό, υποκορ. του πίναξ. I. μικρός πίνακας, πλακίδιο, πάνω στο οποίο οι δικασταί έγραφαν την ετυμηγορία τους, πινάκιον τιμητικόν, Λατ. tabela damnatoria, σε Αριστοφ.· πάνω στο οποίο ήταν γραμμένοι οι νόμοι, στον ίδ.· πάνω στο οποίο γραφόταν η καταγγελία σε περίπτωση εἰσαγγελίας, σε Δημ.· πάνω στο οποίο γράφονταν οι νόμοι που είχαν χρέος να ακολουθούν οι δικασταί, στον ίδ.· πλακίδιο, βιβλίο για σημειώσεις, σε Πλάτ. II. πίνακας για ζωγραφική, σε Λουκ.