Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πικρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πικρός, , -όν και -ός, -όν,
Α. I.
κυρίως (από πεύκη), αιχμηρός, οξύς, κοφτερός, ὀϊστός, σε Ομήρ. Ιλ.· γλωχίς, σε Σοφ.· μεταφ., γλώσσης πικροῖς κέντροισι, σε Ευρ. II. γενικά, διαπεραστικός στις αισθήσεις. 1. λέγεται για τη γεύση, οξύς, πικάντικος, πικρός, σε Όμηρ., Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για την όσφρηση, σε Ομήρ. Οδ. 2. λέγεται για τις αισθήσεις, οξύς, διαπεραστικός, ὠδῖνες, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. 3. λέγεται για τον ήχο, οξύς, διαπεραστικός, διατρητικός, διεισδυτικός, οἰμωγή, φθόγγος, σε Σοφ.· γόοι, σε Ευρ. III. μεταφ., 1. λέγεται για πράγματα, σκληρός, ωμός, μισητός, σε Ομήρ. Οδ., Αττ. 2. λέγεται για πρόσωπα, άσπονδος, μοχθηρός, σε Σόλωνα, Ηρόδ., Αττ.· πικρὸς θεοῖς, μισητός στους θεούς, σε Σοφ.· πικρὸς πολίταις, σε Ευρ. 3. πικραμένος, θλιμμένος, σε Σοφ. Β. συγκρ. -ότερος, υπερθ. -ότατος, σε Πίνδ. κ.λπ. Γ. Επίρρ., πικρῶς, πικρά, ωμά, σκληρά, αμείλικτα, σε Αισχύλ., Σοφ.· πικρῶς ἔχειν τινί, πρός τινα, σε Δημ.· πικρῶς φέρειν τι, σε Ευρ.