Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πιθανός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πῐθᾰνός, , -όν (πείθω), σχεδιασμένος να πείσει, και ως εκ τούτου· I. 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει τη δύναμη της πειθούς, πειστικός, καταπειστικός, καπάτσος, λέγεται για δημοφιλείς ομιλητές, ρήτορες, σε Θουκ. κ.λπ.· με απαρ., πιθανώτατος λέγειν, σε Πλάτ. 2. λέγεται για λογικά επιχειρήματα, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ. 3. λέγεται για τρόπους, πειστικός, ελκυστικός, σε Ξεν. 4. λέγεται για φήμες, αληθοφανής, εύσχημος, πιθανός, σε Ηρόδ., Πλάτ. 5. λέγεται για έργα τέχνης, αυτός που δημιουργεί ψευδαισθήσεις, πιστός στην απομίμιση, σε Ξεν. II. 1. Παθ., εύκολα πειθόμενος, εύπιστος, σε Αισχύλ. 2. υπάκουος, πειθήνιος, σε Ξεν. III. επίρρ. -νῶς, πειστικώς, με πειθώ, συγκρ. -ώτερον, σε Πλάτ.