LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πιθάκνη"
- πῐθάκνη, Αττ. φῐδάκνη, ἡ (πίθος), βαρέλι ή δοχείο για κρασι, σε Αριστοφ.· χρησιμοποιείται στην αποθήκευση σύκων μέσα σ' αυτό, σε Δημ.· απ' όπου, οἰκεῖν ἐν ταῖς πιθάκναις, ζω σε πιθάρι, όπως οι Αθηναίοι μέτοικοι ήταν αναγκασμένοι να κάνουν κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, σε Αριστοφ.