Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πιέζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πιέζω, παρατ. ἐπίεζον, Επικ. πίεζον· μέλ. πιέσω, αόρ. αʹ ἐπίεσαΠαθ., αόρ. αʹ ἐπιέσθην, παρακ. πεπίεσμαι ή πεπίεγμαι, σε Ομήρ. Οδ., παρατ. πιέζειν αντί ἐπιέζουν (από το πιεζέω), και Παθ. μτχ. πιεζεύμενος, σε Ηρόδ.· άλλος Δωρ. και μεταγεν. Αττ. τύπος είναι το πιάζω· αόρ. αʹ ἐπίασα ή ἐπίαξα, Παθ. αόρ. αʹ ἐπιάσθην· I. πιέζω, ζουλώ, πιέζω σφιχτά, σε Όμηρ., Αττ. II. 1. πιέζω ή λυγίζω εξαιτίας του μεγάλου βάρους, σε Πίνδ., Αριστοφ.· μεταφ., καταπιέζω, καταθλίβω, στενοχωρώ, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.Παθ., υποφέρω φοβερά, σε Ηρόδ., Αττ. 2. πιέζω σκληρά, λέγεται για νικηφόρο στράτευμα, Λατ. premo, τοὺς ἐναντίους, σε Ηρόδ.Παθ., εἴ πῃ πιέζοιντο, σε Θουκ. 3. καταστέλλω, καταπνίγω, σε Πίνδ. III. έπειτα, λαμβάνω, πιάνω, ταῦρον πιάξας τᾶς ὁπλᾶς, από την οπλή, σε Θεόκρ.· αὐτὸν τῆς χειρός, σε Κ.Δ.