LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πηκτός"
- πηκτός, -ή, -όν, Δωρ. πακτός, -ά, -όν (πήγνυμι),· 1. εμπηγμένος, σταθερός, πάγιος, μόνιμος, εδραιωμένος, σε Σοφ. II. τοποθετημένος καλά μαζί, συγκροτημένος, φτιαγμένος, λέγεται για ξύλινη κατασκευή, σε Όμηρ., Ησίοδ.· τὰ πακτὰ τῶν δωμάτων, οι φράχτες του σπιτιού, σε Ευρ. παρά Αριστοφ. III. κατεψυγμένος, πηγμένος, γάλα, σε Ευρ.