Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πηδάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πηδάω, μέλ. Αττ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐπήδησα, παρακ. πεπήδηκα· I. πηδώ, αναπηδώ, χοροπηδώ, ὑψόσε ποσσὶν ἐπήδα, σε Ομήρ. Ιλ.· πηδάω ἐς σκάφος, σε Σοφ.· με σύστ. αιτ., πήδημα πηδᾶν, κάνω άλμα, σε Ευρ.· με αιτ. τόπου, πεδία πηδᾶν, πηδώ, εκτινάσσομαι πάνω απ' αυτά, σε Σοφ.· πηδάωπλάκα, σε Ευρ. II. μεταφ., λέγεται για βέλος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για την καρδιά, πηδώ, πάλλομαι, σκιρτώ, σε Αριστοφ. κ.λπ.· λέγεται για ξαφνικές αλλαγές, τί πηδᾷς εἰς ἄλλους τρόπους; σε Ευρ.