Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πηδάλιον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πηδάλιον, τό (πηδός1. πηδάλιο ή κουπί που χρησιμ. στην πηδαλιούχηση, σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα από τον Όμηρο, ελληνικό πλοίο που είχε συνήθως δύο πηδάλια που ενώνονταν με ξύλα εγκάρσια (ζεῦγλαι) και χειριζόταν με χειρολαβή ή λαγουδέρα (οἴαξ). 2. μεταφ., ἱππικὰ πηδάλια, λέγεται για χαλινάρια, σε Αισχύλ.· πηδαλίῳ δικαίῳ νωμᾶν στρατόν, σε Πίνδ.· τὰ πηδάλια τῆς διανοίας, σε Πλάτ.