Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πηγή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πηγή, Δωρ. παγά, , I. 1. συνήθως στον πληθ., λέγεται για τρεχούμενα νερά, για τα ποτάμια, σε Όμηρ. κ.λπ.· διακρίνεται από το κρουνὸς (πηγή ή το στόμιο του πηγαδιού), κρουνὼ δ' ἵκανον καλλιρρόω, ἔνθα δὲ πηγαὶ δοιαὶ ἀναΐσσουσι, σε Ομήρ. Ιλ.· στον ενικ., σε Αισχύλ. 2. μεταφ., ποτάμια από δάκρυα, πηγαὶ κλαυμάτων, δακρύων, στον ίδ., Σοφ.· ομοίως, πηγαὶ γάλακτος, σε Σοφ.· πόντου πηγαῖς, με θαλασσινό νερό, σε Ευρ.· παγαὶ πυρός, σε Πίνδ. II. 1. κρήνη, νάμα, πηγή, πηγαὶ ἡλίου, πηγή φωτός, δηλ. η Ανατολή, σε Αισχύλ.· στον ενικ., λέγεται πηγὴ ἀργύρου, για τα μεταλλεία αργύρου στο Λαύριο, στον ίδ.· τῆς ἀκουούσης πηγῆς δι' ὤτων, δηλ. η αίσθηση της ακοής, σε Σοφ. 2. μεταφ., νάμα, πηγή, απαρχή, πηγὴ κακῶν, σε Αισχύλ.· ἡδονῶν, νοσημάτων, σε Πλάτ.