Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πεῖρα"

Βρέθηκαν 14 λήμματα [1 - 14]
πεῖρα, , I. 1. δοκιμασία, προσπάθεια, πείραμα, δοκιμή, σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· πεῖραν ἔχειν, αποδεικνύομαι, σε Πίνδ.· αλλά, πεῖραν ἔχειν τινός, έχω εμπειρία σε κάποιο πράγμα, σε Ξεν.· πεῖραν ἔχειτῆς γνώμης, συνεπάγεται μια δοκιμασία για την απόφαση, σε Θουκ.· πεῖράν τινος λαμβάνειν, κάνω δοκιμή ή απόδειξη σε..., σε Ξεν. κ.λπ.· πεῖράν τινος διδόναι, Λατ. specimen sui edere, σε Θουκ. 2. με πρόθ., ἀπὸ πείρης, με πείραμα, σε Ηρόδ.· εἰς πεῖράν τινος ἔρχεσθαι, ἰέναι, σε Ευρ., Θουκ.· ἐν πείρᾳ τινὸς γίγνεσθαι, είμαι ενήμερος ή σχετικός με κάποιον, σε Ξεν.· ἐπὶ πείρᾳ, στο δρόμο της δοκιμασίας ή της κρίσης, σε Αριστοφ. II. απόπειρα εναντίον κάποιου, με γεν., σε Σοφ. III. γενικά, προσπάθεια, εγχείρημα, σε Αισχύλ., Σοφ.
πειράζω, Παθ. αορ. αʹ ἐπειράσθην, παρακ. πεπείρασμαι· όπως το πειράω· I. εξετάζω ή δοκιμάζω, τινός, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., προσπαθώ να κάνω, σε Κ.Δ.Παθ., πεπειράσθω, αφήνω τη δοκιμασία να γίνει, σε Αριστοφ. II. με αιτ. προσ., δοκιμάζω ή παρασύρω έναν άνθρωπο, φέρνω σε πειρασμό, σε Κ.Δ.· απόλ., ὁ πειράζων, ο Πειρασμός, στο ίδ.Παθ., δοκιμάζομαι σκληρά, γίνομαι επιρρεπής στην αμαρτία, στο ίδ.
Πειραιεύς ή Πειρᾱεύς, , ο Πειραιάς, το πιο γνωστό λιμάνι της Αθήνας· γεν. Πειραιέως, Αττ. Πειραιῶς, δοτ. Πειραιεῖ, αιτ. Πειραιᾶ, Ιων. Πειραιέα· επίθ. Πειραϊκός, , -όν, σε Πλούτ.
πειραϊκός, , -όν, αυτός που βρίσκεται πέρα από τα σύνορα, γῆ πειραϊκή, όμορη χώρα, σε Θουκ.
πειραίνω, αόρ. αʹ ἐπείρηνα, (πεῖραρ)· στερεώνω, δένω από τα δύο άκρα, προσδένω, σειρὴν ἐξαὐτοῦ πειρήναντε, έχοντας δέσει σχοινί σ' αυτόν, σε Ομήρ. Οδ.
πεῖραρ, -ᾰτος, τό, ποιητ. αντί πέρας· I. τέλος, συνήθως στον πληθ., πείρατα γαίης, τα πέρατα της γης, σε Όμηρ.· απόλ., πείρατα, τα άκρα ή ακροτελεύτιοι κόμποι σχοινιών, σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. ἐπαλλάσσω. II. τέλος ή κατάληξη ενός πράγματος, στο ίδ.· ἑκάστου πείρατ' ἔειπεν, για τα κύρια ή πρωταρχικά σημεία, σε Ομήρ. Ιλ.· πλεοναστικά, πείρατα νίκης = νίκη, πείρατ' ὀλέθρου = ὄλεθρος, σε Όμηρ. III. Ενεργ., αυτό που τελειοποιεί κάτι, πείρατα τέχνης, τα φινιρίσματα της τέχνης (λέγεται για τα εργαλεία), σε Ομήρ. Οδ.
πειρασμός, (πειράζω), δοκιμασία, πειρασμός, σε Κ.Δ.
πειραστικός, , -όν (πειράζω), δοκιμαστικός, σε Αριστ.
πειρᾱτέον, ρημ. επίθ. του πειράω, αυτός που πρέπει να προσπαθήσει, σε Πλάτ.
πειρᾱτεύω (πειρατής), είμαι πειρατής, σε Στράβ.
πειρᾱτήριον, Ιων. πειρητ-, τό, I. = πεῖρα, φόνια πειρατήρια, φονική δοκιμασία, σε Ευρ. II. ορμητήριο πειρατή, σε Στράβ., Πλούτ.
πειρᾱτής, -οῦ, (πειράω), πειρατής, Λατ. pirata, δηλ. αυτός που επιτίθεται σε πλοία, σε Πολύβ., Πλούτ.
πειρᾱτικός, , -όν, πειρατικός, σε Πλούτ.· τὰ πειρατικά, συμμορία πειρατών, σε Στράβ.
πειράω,
Α.
μέλ. -άσω [ᾱ], αόρ. αʹ ἐπείρᾱσα, παρακ. πεπείρᾱκαΠαθ., αόρ. αʹ ἐπειράθην [ᾱ]. Β. αποθ. πειράομαι, μέλ. -ᾱσομαι, Δωρ. βʹ πληθ. πειρασεῖσθε· αόρ. αʹ Μέσ. ἐπειρᾱσάμην, Ιων. -ησάμην, Παθ. ἐπειρήθην, Αττ. -άθην [ᾱ], παρακ. πεπείρᾱμαι· Ιων. -ημαι· Ιων. γʹ πληθ. υπερσ. ἐπεπειρέατο· (πεῖρα),
Α.
Ενεργ., I. προσπαθώ, αποπειρώμαι, προσπαθώ να κάνω, με απαρ., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. II. με γεν. προσ., κάνω δοκιμή σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· με εχθρική σημασία, επιχειρώ κάτι εναντίον κάποιου, σε Όμηρ., Ηρόδ. III. απόλ., δοκιμάζω την τύχη μου, δοκιμάζω την ικανότητά μου στο κλέψιμο, σε Ομηρ. Ύμν.· ναυσὶ πειράω, κάνω απόπειρα από τη θάλασσα, σε Θουκ.· πρβλ. πειρατής. IV. με αιτ. προσ., κάνω απόπειρα εναντίον κάποιου, σε Αριστοφ. Β. I. αποθ. με την ίδια σημασία, με απαρ., προσπαθώ να κάνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· επίσης ακολουθ. από εἰ, προσπαθώ σαν..., σε Ομήρ. Ιλ.· από μή, σε Ομήρ. Οδ. II. πιο συνηθισμένο με γεν., 1. με γεν. προσ., κάνω δοκιμασία σε κάποιον, βλέπω κατά πόσο είναι αξιόπιστος, σε Όμηρ., Ηρόδ.· επίσης με εχθρική σημασία, δοκιμάζω τις δυνάμεις του εχθρού, σε Ομήρ. Ιλ.· πειράω τῆς Πελοποννήσου, κάνω μια απόπειρα εναντίον της, σε Ηρόδ.· τοῦ τείχους, σε Θουκ. 2. με γεν. πράγμ., κάνω δοκιμασία ή δοκιμάζω τη δύναμη κάποιου, σε Όμηρ.· δοκιμάζω την τύχη μου σε μια εργασία ή έναν διαγωνισμό, στον ίδ.· επίσης, δοκιμάζω κάτι για να δω αν είναι καλό, τόξου, νευρῆς, σε Ομήρ. Οδ.· δοκιμάζω, έχω εμπειρία από, έρχομαι σε γνωριμία, σε Ηρόδ., Θουκ. 3. απόλ., δοκιμάζω την τύχη μου στον πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ. III. με δοτ. τρόπου, δοκιμάζω ή επιχειρώ μαζί με, ἐπειρήσαντο πόδεσσι, δοκίμασαν την τύχη τους στον αγώνα δρόμου, σε Ομήρ. Οδ.· σφαίρῃ πειρήσαντο, στον ίδ.· επίσης, πειράω σὺν ἔντεσι, σὺν τεύχεσι πειρηθῆναι, σε Ομήρ. Ιλ. IV. 1. με αιτ. πράγμ., ἤ ἕκαστα πειρήσαιτο, ή πρέπει να εξεταστεί το κάθε ένα χωριστά, σε Ομήρ. Οδ. 2. με αιτ. προσ., επιχειρώ για προσπάθεια σε..., σε Πίνδ.