Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πεῖνα"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
πεῖνα, Ιων. πείνη, -ης, , 1. πείνα, λιμός, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ. 2. μεταφ., σφοδρή επιθυμία ή πόθος για κάποιο πράγμα, σε Πλάτ.
πεινᾰλέος, , -ον, επίσης -ος, -ον, πεινασμένος, σε Ανθ.· πειναλέοι πίνακες, άδεια πιάτα, στον ίδ.
πεινάω (τύποι με αε συναιρούνται σε η όχι , όπως στο διψάω), βʹ και γʹ ενικ. πεινῇς, πεινῇ, απαρ. πεινῆν, Επικ. πεινήμεναι· παρατ. ἐπείνων· μέλ. πεινήσω, αργότερα -άσω [ᾱ]· αόρ. αʹ ἐπείνησα, ἐπείνᾱσα, παρακ. πεπείνηκα· (πεῖναI. είμαι πεινασμένος, υποφέρω από πείνα, πεθαίνω της πείνας, Λατ. esurio, σε Όμηρ. κ.λπ.· πεινᾶντι (Δωρ. αντί -ῶντι) μὴ ποτένθῃς, μην πλησιάζεις πεινασμένο άνθρωπο, σε Θεόκρ. II. με γεν., ποθώ, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., πεινάω χρημάτων, ἐπαίνου, σε Ξεν., Κ.Δ.