LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πεύκη"
- πεύκη, ἡ, I. πεύκο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ. II. 1. οτιδήποτε κατασκευάζεται από το ξύλο του πεύκου, πυρσός από ξύλο πεύκου, σε Τραγ. 2. ξύλινη πινακίδα για γραφή, σε Ευρ.
- πευκήεις, Δωρ. πευκάεις, -εσσα, -εν· I. αυτός που προέρχεται από πεύκο ή από ξύλο πεύκου, σε Ευρ.· πευκάενθ' Ἥφαιστον, φωτιά από πεύκινους πυρσούς, σε Σοφ. II. μεταφ., οξύς, διαπεραστικός, σε Αισχύλ.