Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πετεινός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πετεινός, , -όν, Επικ. πετεηνός,· ο ικανός να πετάξει, ο φτερωτός, αυτός που έχει φτερά σε πλήρη ανάπτυξη ώστε να πετά, λέγεται για τους νεοσσούς, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για πτηνά γενικά, ικανός να πετάξει, φτερωτός, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., πετεηνά, πτηνά με φτερά, στο ίδ.· ομοίως, τὰ πετεινά, τα πουλιά, σε Ηρόδ.