Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "περόνη"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
περόνη, (πείρω), I. οτιδήποτε αιχμηρό για τρύπημα ή κάρφωμα, γλώσσα από πόρπη ή καρφίτσα, η ίδια η πόρπη ή καρφίτσα, Λατ. fibula, σε Όμηρ.· επίσης μεγάλη καρφίτσα που χρησιμοποιείται για το κούμπωμα σε εξωτερικό ένδυμα ή μανδύα (ἱμάτιον), σε Ηρόδ., Σοφ. II. μικρό οστό ποδιού, Λατ. fibula, σε Ξεν.
περόνημα, Δωρ. -ᾶμα, -ατος, τό, = πόρπᾱμαι, ένδυμα που μπορεί να συρραφεί με καρφίτσες ή κουμπώνεται, σε Θεόκρ.
περονητίς, -ίδος, θηλ. επίθ., στερεωμένος, συναπτόμενος με περόνη, καρφίτσα, πόρπη, σε Ανθ.
περονητρίς, Δωρ. -ᾱτρίς, -ίδος, (περόνη), ένδυμα που πιάνεται στον ώμο με πόρπη, σε Θεόκρ.