LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "περιχαρής"
- περι-χᾰρής, -ές (χαίρω), εξαιρετικά χαρούμενος ή ευτυχισμένος σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· τινι, για ένα πράγμα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· τὸ περιχαρές, υπερβολική χαρά, σε Θουκ.