Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "περιστρέφω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
περι-στρέφω, μέλ. -ψω, 1. στριφογυρίζω ολόγυρα, λέγεται για κάποιον που ετοιμάζεται να ρίξει κάτι, σε Όμηρ.· περιστρέφω ἵππον, τον στρέφω ολόγυρα, σε Πλούτ.Παθ., στρέφομαι ολόγυρα, κάνω στροφή, σε Ομήρ. Ιλ.· περιστρέφω εἰς τἀληθῆ, καταλήγω εκεί, σε Πλάτ. 2. περιστρέφω τὼ χεῖρε, δένω τα χέρια του πίσω, σε Λυσία.