Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "περισσεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
περισσεύω, Αττ. -ττεύω, μέλ. -σω, παρατ. ἐπερίσσευον· (περισσόςI. είμαι πάνω και πέρα από τον αριθμό, με γεν., περιττεύουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι, οι εχθροί θα μας ξεπεράσουν, θα μας υπερφαλαγγίσουν, σε Ξεν. II. 1. απόλ., είμαι περισσότερος από αρκετός, παραμένω περισσότερος, πλεονάζω, στον ίδ. κ.λπ.· τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ, σε Θουκ. 2. με αρνητική σημασία, είμαι περιττός, σε Σοφ. III. 1. λέγεται για πρόσωπα, έχω αφθονία, αφθονώ σ' ένα πράγμα, με δοτ., σε Κ.Δ.· επίσης με γεν., περισσεύω ἄρτων, έχω περισσότερο ψωμί από όσο χρειάζομαι, στο ίδ. 2. είμαι ανώτερος, έχω το πλεονέκτημα, στο ίδ. IV. Μτβ., κάνω κάποιον να προαχθεί, να προβιβαστεί, στο ίδ.