LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "περισκελής"
- περι-σκελής, -ές (σκέλλω), αυτός που είναι στεγνός και σκληρός ολόγυρα, εξαιρετικά σκληρός, λέγεται για τον σίδηρο, σε Σοφ.· μεταφ., επίμονος, πεισματάρης, στον ίδ.

