Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "περιρρήγνυμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
περιρ-ρήγνῡμι και -ύω, μέλ. -ρήξω· λέγεται για ενδύματα, σχίζω ολόγυρα, σχίζω και κάνω κουρέλια, σε Δημ.Μέσ., περιερρήξατο τοὺς πέπλους, διέρρηξε τα ενδύματά του, σε Πλούτ.Παθ., έχω αφαιρεθεί, έχω αποσπαστεί, σε Αισχύλ. II. κάνω έναν ποταμό να διαβρώσει ή να διαχωρίσει κομμάτι γης, (Βούσιρις) τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε, σε Ισοκρ.Παθ., κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ Νεῖλος, στην απόληξή του ο Νείλος καταλήγει στο Δέλτα, δηλ. σπάει σε πολλά παρακλάδια, σε Ηρόδ. III. σπάζω ένα πράγμα γύρω ή πάνω σε άλλο, καταστρέφω, τὸ σκαφίδιον πρὸς πέτραν, σε Λουκ.