Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "περιπλέω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
περι-πλέω, Ιων. —πλώω,· πλέω ή κολυμπώ ολόγυρα, απόλ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἀνὴρ πολλὰ περιπλευκώς, πολυταξιδεμένος άνθρωπος, σε Αριστοφ.· με αιτ., περιπλέω Λιβύην Πελοπόννησον κ.λπ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
περί-πλεως, -ων, πληθ. -πλέω, ουδ. -πλεα, με γεν., I. αρκετά γεμάτος από ένα πράγμα, σε Θουκ. κ.λπ.· με δοτ., πλήρης από κατι, σε Ανθ. II. απόλ., υπεράριθμος, περιττός, σε Ξεν.