Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "περιπίπτω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
περι-πίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, αόρ. βʹ -έπεσον· I. 1. πέφτω, απλώνομαι τριγύρω έτσι ώστε να αγκαλιάζω, τινί, σε Ξεν. 2. πέφτω δηλ. πάνω σ' ένα όπλο, τῷ ξίφει, σε Αριστοφ. II. 1. με δοτ., συναντιέμαι με, σε Ηρόδ., Ξεν.· λέγεται για πλοία που συναντώνται κατά τύχη στη θάλασσα, σε Ηρόδ., Θουκ. 2. συγκρούομαι με άλλα πλοία, σε Ηρόδ.· περὶἀλλήλας, η μια στην άλλη, στον ίδ.· επίσης, περιπίπτω περὶ τόπου, ναυαγώ σε ένα μέρος, στον ίδ. 3. μεταφ., συμπέφτω μαζί με, εμπίπτω, με δοτ., περιπίπτω ἀδίκοισι γνώμῃσι, αντιμετωπίζω άδικες κρίσεις, στον ίδ.· περιπίπτω δουλοσύνῃ, στον ίδ.· αἰσχρᾷ τύχῃ, σε Ευρ.· αλλά, ἑωυτῷ περιπίπτειν, πιάνομαι στη δική μου παγίδα, σε Ηρόδ.· ομοίως, τοῖς ἑαυτοῦ λόγοις περιπίπτειν, σε Αισχίν. III. 1. αλλάζω ξαφνικά, μεταβάλλομαι, σε Πολύβ. 2. πέφτω προς το ένα μέρος, σε Πλούτ.