Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "περιμένω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
περιμένω, μέλ. -μενῶ, I. 1. περιμένω, προσμένω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. 2. λέγεται για συμβάντα, αναμένω, περιμένω, σε Σοφ., Πλάτ. II. με απαρ., οὐ περιμένουσιν ἄλλους σφᾶς διολέσαι, δεν περιμένουν άλλους για να τους καταστρέψουν, σε Πλάτ.· μηδ' ἐφ' ἑαυτὸν (ταῦτα) ἐλθεῖν περιμένω, σε Δημ. III. απόλ., περιμένω, στέκομαι ακίνητος, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.