Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "περικόπτω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
περι-κόπτω, μέλ. -ψω· 1. κόβω ολόγυρα, ψαλιδίζω, ακρωτηριάζω, περικόπτω, σε Δημ.Παθ., περιεκόπησαν τὰ πρόσωπα, είχαν τα πρόσωπά τους ακρωτηριασμένα, σε Θουκ. 2. περικόπτω χώραν, ερημώνω τη χώρα του εχθρού, από τη συνήθεια να κόβονται οι καρποί των δέντρων της χώρας αυτής, σε Δημ.· απ' όπου, ληστεύω κάποιον, στον ίδ.· απλώς, παρακωλύω, εμποδίζω, σε Πλούτ.