LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "περιεργία"
- περιέργια, ἡ, I. υπερβολική ακρίβεια στην εκτέλεση πράγματος, σε Λουκ. II. ανακατωσούρα, περιέργεια, υπερβολικός ζήλος, σε Θεόκρ., Λουκ.