Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "περιγράφω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
περι-γράφω[ᾰ], μέλ. -ψω· I. 1. σύρω γραμμή ολόγυρα, σημειώνω ολόγυρα, Λατ. circum scribo, σε Ηρόδ.· περιγράφω κύκλον, σχεδιάζω κύκλο ολόγυρα, στον ίδ.· απόλ., ζωγραφίζω κύκλο, σε Αριστοφ. 2. ορίζω, καθορίζω, σε Ξεν.Παθ., περιεγέγραπτο, έχουν καθοριστεί τα όρια, στον ίδ. II. γράφω σε περίληψη, φτιάχνω σε περίγραμμα, διατυπώνω σε γενικές γραμμές, Λατ. delineare, σε Αριστ. III. περικλείω όπως μέσα σε αγκύλες, ακυρώνω, σε Ανθ.· περιγράφω τινὰ ἐκ πολιτείας, αποκλείω από τα πολιτικά δικαιώματα, σε Αισχίν.