LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "περιβόητος"
- περι-βόητος, -ον, ποιητ. περί-βωτος· I. 1. διαδεδομένος, πολυσυζητημένος, φημισμένος, σε Θουκ., Δημ. 2. με αρνητική σημασία, διαβόητος, σεσημασμένος, σκανδαλώδης, σε Δημ.· επίρρ. -τως, διαβόητα, περιβόητα, σε Αισχίν., Δημ. II. αυτός που έρχεται μαζί ή ανάμεσα σε κραυγές, επιθ. για τον Άρη, σε Σοφ.