Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "περιβάλλω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
περι-βάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, αόρ. βʹ -έβᾰλον· I. 1. ρίχνω ολόγυρα, περὶ χαῖρε βαλών, έχοντας βάλει τα χέρια του ολόγυρα του, σε Ομήρ. Οδ.· χέρας περιβάλλω τινί, σε Ευρ.· περὶ δι' ὠλένας δέρᾳ βάλοιμι, στον ίδ.· περιβάλλω τινὶ δεσμά, σε Αισχύλ.· περιβάλλω, ναῦν περὶ ἕρμα, προσαράζω σε ξέρα, σε Θουκ.Μέσ., βάζω κάτι επάνω μου, φορώ, με αιτ. πράγμ., τεύχεα περιβαλλόμενοι, φόρεσαν τα όπλα τους, σε Ομήρ. Οδ.· περιβάλλω ἔρυμα, ἕρκος, τείχεα, περιβάλλω κάποιον για να τον υπερασπίσω, περιτειχίζω, σε Ηρόδ.· με διπλή αιτ., τεῖχος περιβάλλεσθαι πόλιν, χτίζω τείχος γύρω της, στον ίδ.· σε Παθ. παρακ., έχω τοποθετήσει ένα πράγμα γύρω από κάποιον, σε Πλάτ.· περιβεβλημένος το τεῖχος, έχει το τείχος γύρω του, στον ίδ. 2. μεταφ., τοποθετώ κάτι γύρω από ένα πρόσωπο, δηλ. τον περιβάλλω μ' αυτό, περιβάλλω τινὶ βασιληΐην, τυραννίδα, στον ίδ., Ευρ.· δουλείαν Μυκήναις, σε Ευρ.· περιβάλλω ἀνανδρίαν τινί, δηλ. κάνω κάποιον άτολμο, δειλό, στον ίδ. II. αντιστρόφως με δοτ. πράγμ., περιβάλλω, περιστοιχίζω, περιτριγυρίζω, περιβάλλειν βρόχῳ τὸν αὐχένα, στον ίδ.· μεταφ., περιβάλλω τινὰ χερσί, εναγκαλίζομαι, στον ίδ.· μεταφ., περιβάλλω τινὰ συμφοραῖς, κακοῖς, εμπλέκω κάποιον σε συμφορές, δυστυχίες κ.λπ., στον ίδ.· ομοίως στη Μέσ., περικλείω ή περιβάλλω για την υπεράσπισή μου, σε Ξεν. 2. περιβάλλω τινὰ χαλκεύματι, περιβάλλω κάποιον με το ξίφος μου, δηλ. τον διαπερνώ με αυτό, σε Αισχύλ. III. 1. με αιτ. μόνο, περικυκλώνω, περικλείω, περιβάλλει με σκότος, σε Ευρ.· περιβάλλω τινά, αγκαλιάζω αυτόν, σε Ξεν.· αλλά επίσης και ενδύω, ντύνω, σε Κ.Δ.Παθ., τὸ περιβεβλημένον, περίβολος, περίφρακτος χώρος, σε Ηρόδ.Μέσ. ἤλαυνον περιβαλλόμενοι (τὰ ὑποζύγια), περιτριγυρίζοντας, στον ίδ. 2. φέρνω την πυξίδα γύρω-γύρω, αναστρέφω, με αιτ., ἵπποι περὶ τέρμα βαλοῦσαι, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πλοία, περιβάλλω τὸν Ἄθων, σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. συχνάζω, αγαπώ ένα μέρος, σε Ξεν. IV. 1. Μέσ., προσπαθώ να κερδίσω προς όφελός μου, στοχεύω, Λατ. affectare, καθώς λέμε «μηχανεύομαι» ένα πράγμα, περιβάλλω ἑωυτῷ κέρδεα, σε Ηρόδ.· σωφροσύνης δόξαν περιβάλλω, σε Ξεν.· Παθ. παρακ., έχω την κατοχή ενός πράγματος, σε Ηρόδ. 2. καλύπτω ή σκεπάζω με λόγια, σε Πλάτ. V. υπερβάλλω, και επομένως γενικά, υπερέχω, υπερβαίνω, μνηστῆρας δώροισι, σε Ομήρ. Οδ.· απλώς, περιβάλλω ἀρετῇ, υπερέχω στην αρετή, σε Ομήρ. Ιλ.