Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "περιάπτω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
περι-άπτω, μέλ. -ψω, I. 1. δένω, προσδένω, εξαρτώ γύρω ή πάνω, εφαρμόζω, γυίοις φάρμακα περάπτων (Αιολ. τύπος), σε Πίνδ.Μέσ., θέτω γύρω από τον εαυτό μου, φορώ πάνω μου, σε Πλάτ. 2. μεταφ., περιάπτω τιμάς, αἶσχός τινι, προσάπτω σε κάποιον, σε Αριστοφ.· ἀντὶ καλῆς (δόξης) αἰσχρὰν περιάπτω τῇ πόλει, σε Δημ. II. ανάβω φωτιά ολόγυρα ή στη μέση, σε Κ.Δ.