Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "περατός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πέρᾰτος, , -ον (πέρα), στην απέναντι πλευρά· ως ουσ. περάτη (ενν. χώρα), η απέναντι χώρα ή επικράτεια, ιδίως λέγεται για τη δυτική αντίθ. προς την ανατολική, ἐν περάτῃ, σε Ομήρ. Οδ.
περᾱτός, Ιων. -ητός, , -όν, = περάσιμος, σε Πίνδ., Ηρόδ.