Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "περίστασις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
περίστᾰσις, (περιστῆναι),· I. 1. πλήθος που στέκεται τριγύρω, Λατ. corona, σε Θεόκρ. κ.λπ. I. 1. περίσταση, κατάσταση των πραγμάτων, σε Πολύβ.· με αρνητική σημασία, κατὰ τὰς περιστάσεις, σε κρίσιμους καιρούς, στον ίδ. 2. εξωτερική πομπή και περίσταση, στον ίδ.