LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "περίπολος"
- περί-πολος, -ον (πολέω), αυτός που περιέρχεται, που περιπολεί· απ' όπου, ως ουσ., 1. φύλακας ή περιπολία, σε Πλούτ. κ.λπ.· στην Αθήνα, οι περίπολοι ήταν νέοι πολίτες ανάμεσα στα 18 και τα 20 έτη, που σχημάτιζαν ένα είδος περιπολίας για να φυλάσσουν τα σύνορα, σε Αριστοφ., Θουκ. 2. γενικά, ακόλουθος, οπαδός, θιασιώτης, ως θηλ., σε Σοφ.

