Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "περί"

Βρέθηκαν 517 λήμματα [1 - 20]
περί, πρόθ. με γεν. δοτ. και αιτ.· ριζική σημασία, επί τόπου, ολόγυρα, αντίθ. το ἀμφί σημαίνει κυρίως και στις δύο πλευρές.
Α.
ΜΕ ΓΕΝ.· I. 1. λέγεται για τόπο, πέριξ, ολόγυρα, Λατ. circum, σε Ομήρ. Οδ. 2. γύρω, πλησίον, περὶ σοῦ πάντα γένοιτο ῥόδα , σε ελληνικές επιγραφές. II. λέγεται για αιτία, σημαίνει το σκοπό σχετικά με ή για τον οποίο κάποιος κάνει κάτι. 1. με ρήμ. που σημαίνουν μάχομαι ή πολεμώ, μάχεσθαι περὶ πτόλιος, σε Ομήρ. Ιλ.· περὶ Πατρόκλοιο θανόντος, στο ίδ.· ομοίως, τρέχειν περὶ ἐωυτοῦ, περὶ τῆς ψυχῆς, σε Ηρόδ. 2. περί, για, με σκοπό να, μερμηρίζειν περί τινος, σε Ομήρ. Ιλ.· φροντίζειν περί τινος, σε Ηρόδ. 3. με ρήμ. που σημαίνουν άκουσμα, γνώση, ομιλία, σχετικά με, ως προς, Λατ. circa, de, περὶ νόστου ἄκουσα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 4. πιο πολύ σχετικά με το κίνητρο παρά με το αντικείμενο, περὶ ἔριδος μάρνασθαι, μάχομαι εξαιτίας μεγάλης έχθρας, σε Ομήρ. Ιλ.· περὶ τῶνδε, γι' αυτούς τους λόγους, στο ίδ. 5. σχετικά, για να, σε σχέση με, οὕτως ἔσχε περὶ τοῦ πρήγματος τούτου, σε Ηρόδ.· ομοίως, τὰ περί τινος, οι σχετικές μ' αυτόν περιστάσεις, σε Θουκ.· επίσης χωρίς το άρθρο, ἀριθμοῦ πέρι, σχετικά με τον αριθμό, σε Ηρόδ. III. όπως Λατ. prae, πριν, πάνω από, πέρα, περὶ πάντων ἔμμεναι ἄλλων, σε Ομήρ. Ιλ.· τετιμῆσθαι περὶ πάντων, στο ίδ.· κρατερὸς περὶ πάντων, σε Όμηρ.· μ' αυτή τη σημασία συχνά χωρίζεται από τη γεν., περὶ φρένας ἔμμεναι ἄλλων, στη φρόνηση ξεπερνά τους άλλους, σε Ομήρ. Ιλ. IV.για να δηλώσει αξία, περὶ πολλοῦ ἐστιν ἡμῖν, είναι πολύ άξιος για εμάς, σε Ηρόδ.· περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαί τι, θεωρώ κάτι άξιο, δηλ. πολύ σπουδαίο, Λατ. magni facere, στον ίδ.· περὶ πλείστου ἡγεῖσθαι, σε Θουκ. Β. ΜΕ ΔΟΤ.· I. 1. λέγεται για τόπο, γύρω από, τριγύρω, λέγεται για ιματισμό, οπλισμό, κ.τ.λ.· ἔνδυνε περὶ στήθεσσι χιτῶνα, σε Ομήρ. Ιλ.· κνημῖδας περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν, στο ίδ.· περὶ δ' ἔγχεϊ... καμεῖται, θα κουραστεί κρατώντας το δόρυ, στο ίδ.· περὶ δουρὶ πεπαρμένος, τρυπήθηκε απ' αυτό, καρφώθηκε απ' αυτό, στο ίδ.· πεπτῶς περὶ ξίφει, σε Σοφ. 2. λέγεται για πολεμιστή που στέκεται πάνω από ή τριγυρίζει γύρω από νεκρό ή συμπολεμιστή για να τον υπερασπιστεί, (βλ. ἀμφιβαίνω, περιβαίνω), Αἴας, περὶ Πατρόκλῳ βεβήκει, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. λέγεται για αιτία, σχεδόν όπως η περὶ, με γεν., λέγεται για αντικείμενο για το οποίο ή σχετικά με το οποίο κάποιος μάχεται, μαχήσασθαι περὶ δαιτί, σε Ομήρ. Οδ.· περὶ τοῖς φιλτάτοις κυβεύειν, σε Πλάτ. 2. ομοίως επίσης χρησιμοποιείται με ρήμ. που σημαίνουν φόβο, ἔδεισεν δὲ περὶ ξανθῷ Μενελάῳ, σε Ομήρ. Ιλ.· δεῖσαι περὶ τῷ χωρίῳ, σε Θουκ. 3. γενικά, λέγεται για αιτία ή αφορμή, για, με σκοπό να, εξαιτίας, Λατ. prae, μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς, σε Ηρόδ.· περὶ σφίσιν αὐτοῖς πταίειν, σε Θουκ. I. στους Ποιητές επίσης, περὶ δείματι, για φόβο, σε Πίνδ.· περὶ τάρβει, περὶ φόβῳ, σε Αισχύλ. Γ. ΜΕ ΑΙΤ.· I. 1. λέγεται για τόπο, κυρίως αναφέρεται στο αντικείμενο γύρω από το οποίο γίνεται η κίνηση, περὶ βόθρον ἐφοίτων, έρχονταν κατά πλήθη γύρω από το λάκκο, σε Ομήρ. Οδ.· ἄστυ πέρι διώκειν, σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου, κοντά, ἑστάμεναι περὶ τοῖχον, σε Ομήρ. Ιλ.· οἱ περὶ Πηνειὸν ναίεσκον, στο ίδ.· περὶ τὴν κρήνην, κάπου κοντά σ' αυτή, σε Πλάτ.· ἡ περὶ Λέσβον ναυμαχία, η ναυμαχία στα ανοιχτά της Λέσβου, σε Ξεν. 2. λέγεται για πρόσωπα που βρίσκονται γύρω από κάποιον, οἱ περί τινα, η συνοδεία κάποιου, ακόλουθοι, βοηθοί, σύντροφοι, οἱ περὶ τὸν Πείσανδρον πρέσβεις, σε Θουκ.· οἱ περὶ Ἡράκλειτον, οι μαθητές του, σε Πλάτ.· οἱ περὶ Ἀρχίαν πολέμαρχοι, ο Αρχίας και οι πολεμικοί συνεργάτες του, σε Ξεν.· έπειτα, οἱ περί τινα, περιφραστικά αντί του προσώπου του ιδίου, σε Πλούτ. 3. λέγεται για το αντικείμενο με το οποίο κάποιος ασχολείται ή σχετίζεται, περὶ δόρπα πονεῖσθαι, σε Όμηρ.· εἶναι ή γίγνεσθαι περί τι, σε Θουκ. κ.λπ.· ὁ περὶ τὸν ἵππον, ιπποκόμος, σε Ξεν. 4. σημαίνει κίνηση γύρω ή σε ένα μέρος, περὶ νῆσον ἀλώμενοι, περιπλάνηση γύρω από το νησί, σε Ομήρ. Οδ.· χρονίζειν περὶΑἴγυπτον, σε Ηρόδ. 5. σχετικά, σε περίπτωση που, τὰ περὶ τὴν Αἴγυπτον γεγονότα, σε Ηρόδ.· εὐσεβεῖν περὶ θεούς, σε Πλάτ.· επίσης χωρίς ρήμα, σχετικά, από την άποψη, σε σχέση με, πονηρὸς περὶ τὸ σῶμα, σε Πλάτ.· ἀκόλαστος περὶ ταῦτα, σε Αισχίν.· τὰ περὶ τὰς ναῦς, οι ναυτικές εργασίες, σε Θουκ.· τὰ περὶ τοὺς θεούς, σε Ξεν. κ.λπ. II. 1. λέγεται για χρόνο, περὶ λύχνων ἁφάς, περίπου την ώρα που ανάβουν τους λύχνους, σε Ηρόδ.· περὶ μέσας νύκτας, περίπου τα μεσάνυχτα, σε Ξεν.· περὶ ἡλίου δυσμάς, στον ίδ. 2. λέγεται για αριθμούς που δόθηκαν χωρίς ακρίβεια, περὶ ἑβδομήκοντα, περίπου εβδομήντα, σε Θουκ. Δ. ΘΕΣΗ· η περί μπορεί να ακολουθεί το ουσ. όταν γίνεται αναστροφή, ἥν περι, ἄστυ πέρι. Ε. Απόλ. ως επίρρ., I. γύρω, ολόγυρα, επίσης κοντά, δίπλα, σε Όμηρ. II. 1. μπροστά ή υπεράνω των άλλων, στην οποία περίπτωση συνήθως παθαίνει αναστροφή, Τυδεΐδη, πέρι μέν σε τίον Δαναοί, σε Ομήρ. Ιλ.· πέρι κέρδεα οἶδεν, σε Ομήρ. Οδ. 2. περὶ κῆρι, από τα βάθη της καρδιάς, από καρδιάς, περὶ κῆρι φιλεῖν, σε Ομήρ. Ιλ.· περὶ κῆρι χολοῦσθαι, στο ίδ.· ομοίως, περὶ σθένεϊ, στο ίδ. 3. επιτετ. περὶ πρό, όπου η περί ανακτά την προφορά της, στο ίδ. ΣΤ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.· απαντούν όλες οι κύριες σημασίες· I. ολόγυρα, όπως στο περιβάλλω, περιβλέπω, περιέχω. II. λέγεται για επιστροφή στο ίδιο σημείο, γύρω, όπως σε περιάγω, περιβαίνω, περιστρέφω. III. υπέρ, μπροστά, όπως στο περιγίγνομαι, περιτοξεύω· επίσης πέρα από το μέτρο, πολύ, υπερβολικά, όπως στο περικαλλής, περιδείδω, όπως Λατ. per-in permultus, pergatus. IV. σπανίως = ἀμφί, όπως στο περιδέξιος. Ζ. ΠΡΟΣΩΔΙΑ· αν και το ι στην περί είναι βραχύ, η περί δεν παθαίνει έκθλιψη. Οι εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό είναι λίγες.
περι-αγγέλλω, μέλ. -αγγελῶ, I. 1. αναγγέλλω με μηνύματα προς διάφορες κατευθύνσεις, σε Θουκ. 2. απόλ., στέλνω ή μεταφέρω ένα μήνυμα γύρω, σε Ηρόδ. II. με δοτ. προσ. και απαρ., στέλνω διαταγές προς διάφορες διευθύνσεις για να εκτελέσουν κάτι, περιήγγελλον ταῖς πολεσι στρατιὰν παρασκευάζεσθαι, σε Θουκ. κ.λπ.· με το απαρ. να παραλείπεται, ναῦς περιήγγελλον, Λατ. imperabant naves, στον ίδ.
περιᾰγείρω, τριγυρίζω και μαζεύω χρήματα — Μέσ., κάνω το ίδιο για λογιαριασμό κάποιου άλλου, σε Πλάτ.
περιᾱγής, -ές (περιάγνυμιI. σπασμένος σε κομμάτια, σε Ανθ. II. = περιηγής, αρκετά στρογγυλός, στο ίδ.
περι-αγνίζω, μέλ. -σω, εξαγνίζω τα πάντα ολόγυρα μου, σε Λουκ.
περι-άγνῡμι, μέλ. -άξω, κάμπτω και σπάζω ολόγυρα — Παθ., ὂψ περιάγνυται, η φωνή παρηχεί ολόγυρα, δηλ. απλώνεται ολόγυρα, σε Ομήρ. Ιλ.
περι-άγω, μέλ. -ξω, I. 1. οδηγώ ή περιφέρω, σε Ηρόδ. 2. οδηγώ κάποιον μαζί μου, τον έχω πάντα κοντά μου, σε Ξεν.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ. 3. περιφέρω, περιστρέφω, τὴν κεφαλήν, σε Αριστοφ. κ.λπ.· περιάγω τὴν σκυταλίδα, στρίβω μέχρις ότου να σφίξει η θηλειά, σε Ηρόδ. 4. αναβάλλω, σε Λουκ. 5. φέρνω γύρω σ' ένα σημείο, πρός τι, σε Αριστ. κ.λπ. II. με αιτ. τόπου, πηγαίνω ολόγυρα, περιάγουσι τὴν λίμνην κύκλῳ, σε Ηρόδ.· περιάγω τὰς πόλεις, σε Κ.Δ.
περιᾰγωγεύς, , εργάτης για την περιστροφή της άγκυρας, σε Λουκ.
περιᾰγωγή, , περιφορά, περιστροφή, σε Πλάτ.
περι-ᾴδω, μέλ. -άσομαι, περιφέρομαι τραγουδώντας, σε Λουκ.
περιαιρετός, , -όν, αυτός που μπορεί κάποιος να αφαιρέσει, σε Θουκ.
περι-αιρέω, μέλ. -ήσω, παρατ. -ῄρηκα, αόρ. βʹ περι-εῖλον, απαρ. -ελεῖν· I. αφαιρώ κάτι που περιβάλλει, αφαιρώ εξωτερικό περίβλημα, παίρνω μακριά, αφαιρώ από, τὰ τείχη, σε Ηρόδ., Θουκ.· περιαιρέω τὸν κέραμον, αφαιρώ το πήλινο αγγείο μέσα στο οποίο περιχύθηκε ο χρυσός, σε Ηρόδ.Μέσ., αφαιρώ από τον εαυτό μου, περιαιρέω τὴν κυνέην, βγάζω την περικεφαλαία μου, σε Ηρόδ.· βιβλίον περιαιρεόμενος, αφαιρώ (το κάλυμμα) από μια επιστολή, δηλ. την ανοίγω, στον ίδ.· αλλά η Μέσ. συχνά όπως ακριβώς η Ενεργ., αφαιρώ από, παίρνω μακριά, σε Ξεν., Πλάτ.Παθ., αφαιρούμαι, τοῦ ἄλλου περιῃρημένου, όταν το υπόλοιπο έχει αφαιρεθεί, σε Θουκ. II. Παθ. επίσης με αιτ. πράγμ., στερούμαι κάποιου πράγματος, περιῃρημένοι χρήματα καὶ συμμάχους, σε Δημ.· τοὺς στεφάνους περιῄρηνται, στον ίδ.
περιακτέον, ρημ. επίθ. του περιάγω, αυτός που πρέπει να τον περιφέρουν, σε Πλάτ.
περι-αλγέω, στεναχωριέμαι πάρα πολύ για, τινί, σε Θουκ.
περι-αλγής, -ές (ἄλγος), αυτός που είναι πολύ στενοχωρημένος, περίλυπος, σε Πλάτ.
περι-ᾰλείφω, μέλ. -ψω, αλείφω ολόγυρα, γύρω παντού, πασαλείφω, σε Αριστοφ.
περίαλλος, -ον, αυτός που βρίσκεται μπροστά από όλους τους άλλους· ως επίρρ. περίαλλα, πριν απ' όλα, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.· υπερβολικά, σε Σοφ.
περι-ᾰλουργός, -όν, αυτός που έχει βυσσινί χρώμα, κακοῖς περιαλουργός, διπλοβαμμένος, βαμμένος άσχημα, σε Αριστοφ.
περίαμμα, -ατος, τό (περιάπτω), οτιδήποτε φοριέται πάνω σε κάποιον, περίαπτο, φυλαχτό, βασκάνιο, χαϊμαλί, σε Ανθ.
περι-αμπέχω, μέλ. -αμφέξω, αόρ. βʹ -ήμπεσχον· επίσης, περιαμπίσχω, παρατ. -ήμπισχον· I. περιβάλλω, περιαμπέχω τινά τι, βάζω κάτι γύρω ή πάνω από κάποιον, σε Αριστοφ.Μέσ., περιβάλλομαι, περικαλύπτομαι, σε Πλάτ. II. καλύπτω ολόγυρα, στον ίδ.