Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πεντήκοντα"

Βρέθηκαν 8 λήμματα [1 - 8]
πεντήκοντα, οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, πενήντα, Λατ. quinquaginta, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
πεντηκοντά-δραχμος, -ον, αυτός που έχει αξία πενήντα δραχμών, σε Πλάτ.
πεντηκοντα-ετής, -ές ή -έτης, -ες (ἔτος), I. αυτός που έχει ηλικία πενήντα χρόνων, σε Πλάτ. II. αυτός που αποτελείται ή διαρκεί πενήντα χρόνια· θηλ., πεντηκονταέτιδες σπονδαί, σε Θουκ.
πεντηκοντᾰ-και-τρῐέτης, -ες, αυτός που αποτελείται από πενήντα τρία χρόνια, σε Πολύβ.
πεντηκοντᾰ-κάρηνος, -ον (κάρηνον), αυτός που έχει πενήντα κεφάλια, σε Ησίοδ.
πεντηκοντά-παις, -παιδος, , , I. αυτός που περιέχει πενήντα παιδιά, σε Αισχύλ. ΙI. αυτός που έχει πενήντα παιδιά, στον ίδ.
πεντηκονταρχέω, μέλ. -ήσω, κατέχω το αξίωμα του πεντηκοντάρχου, σε Δημ.
πεντηκόντ-αρχος, , ο αρχηγός πενήντα αντρών, σε Ξεν., Δημ.