LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πελεκάω"
- πελεκάω, μέλ. -ήσω (πέλεκυς), πελεκώ ή σχηματίζω με τσεκούρι, Λατ. dolare, σε Ομήρ. Οδ. (σε Επικ. αορ. αʹ πελέκκησε), σε Αριστοφ.