Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πελάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πελάζω, μέλ. -άσω, Αττ. πελῶ, ποιητ. πελάσω, αόρ. αʹ ἐπέλασα, Επικ. πέλασα, ἐπέλασσα, πέλασσαΜέσ., αόρ. αʹ ευκτ. πελασσαίατοΠαθ., αόρ. αʹ ἐπελάσθην, επίσης ἐπλάσθην [ᾱ]· Επικ. γʹ ενικ. και πληθ. συγκεκ. Παθ. αορ. βʹ ἔπλητο, πλῆτο, ἔπληντο, πλῆντο· παρακ. πέπλημαι, μτχ. πεπλημένος· (πέλας),
Α.
Αμτβ., 1. πλησιάζω, έρχομαι κοντά, προσέρχομαι, έλκω πλησίον ή κοντά, με δοτ., πέλασεν νήεσσι, σε Ομήρ. Ιλ.· τούτοις σὺ μὴ πελάζεις, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. σπανίως με γεν., πελάσαι νεῶν, έρχομαι κοντά στα πλοία, σε Σοφ.· πελάζειν σῆς πάτρας, στον ίδ. 3. με πρόθ., πελάζω πρὸς τοῖχον, σε Ησίοδ., στον ίδ.· οὐκέτι πελᾶτε, δεν θα με πλησιάσει άλλο περισσότερο, σε Σοφ. 4. απόλ., σε Ξεν. Β. Μτβ., 1. φέρνω κοντά, κάνω να πλησιάσει, Κρήτῃ ἐπέλασσεν (ενν. τὰς νέας), σε Ομήρ. Οδ.· νευρὴν μαζῷ πέλασεν, έφερε τη χορδή ψηλά στο στήθος του στο τράβηγμα του τόξου, στο ίδ.· ἐπέλασσα θαλάσσῃ στῆθος, στο κολύμπι, στο ίδ.· πέλασε χθονί, τους έφερε στη γη, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔπος ἐρέω, ἀδάμαντι πελάσσας, το έκαναν ισχυρό όπως το διαμάντι, σε Χρησμ. παρά Ηροδ. 2. ακολουθ. από πρόθ., μὲ νῆσον ἐς Ὠγυγίην πέλασαν θεοί, σε Ομήρ. Οδ. Γ. στην Παθ. όπως το Ενεργ. αμτβ., I. 1. έρχομαι πλησίον, πλησιάζω κ.λπ., με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· πλῆτο χθονί, ήρθε κοντά (δηλ. βούλιαξε) στη γη, στο ίδ. 2. σπανίως με γεν., σε Σοφ. 3. ακολουθ. από πρόθ., πελασθῆναι ἐπὶ τὸν θεόν, στον ίδ. II. κάνω την πρώτη επαφή ή παντρεύομαι, λέγεται για γυναίκα, σε Αισχύλ.