
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πειράζω"
- πειράζω, Παθ. αορ. αʹ ἐπειράσθην, παρακ. πεπείρασμαι· όπως το πειράω· I. εξετάζω ή δοκιμάζω, τινός, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., προσπαθώ να κάνω, σε Κ.Δ. — Παθ., πεπειράσθω, αφήνω τη δοκιμασία να γίνει, σε Αριστοφ. II. με αιτ. προσ., δοκιμάζω ή παρασύρω έναν άνθρωπο, φέρνω σε πειρασμό, σε Κ.Δ.· απόλ., ὁ πειράζων, ο Πειρασμός, στο ίδ. — Παθ., δοκιμάζομαι σκληρά, γίνομαι επιρρεπής στην αμαρτία, στο ίδ.