LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πειναλέος"
- πεινᾰλέος, -α, -ον, επίσης -ος, -ον, πεινασμένος, σε Ανθ.· πειναλέοι πίνακες, άδεια πιάτα, στον ίδ.