Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πεζός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πεζός, , -όν (πούςI. 1. πεζός, αυτός που βαδίζει με τα πόδια· πεζοί, μαχητές του πεζικού αντίθ. προς τους ιππείς, σε Όμηρ.· επίσης αυτός που βρίσκεται πάνω στη χώρα, διαβάτης στην ξηρά, αντίθ. προς τον ταξιδιώτη στη θάλασσα, στον ίδ.· ομοίως, ὁ πεζὸς στρατὸς ή ὁ πεζός μόνο του, μερικές φορές πεζός στρατιώτης, πεζικό, αντίθ. προς ιππικό (ἡἵππος), σε Ηρόδ., Ξεν. 2. ὁ πεζός επίσης, δύναμη ξηράς ή στρατός, αντίθ. προς ναυτική δύναμη, σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως, τὸ πεζόν, σε Ηρόδ.· στρατιὰ καὶ ναυτικὴ καὶ πεζή, σε Θουκ.· τὰ πεζὰ κράτιστοι, δυνατώτεροι στην ξηρά, στον ίδ. 3. λέγεται για ζώα, χερσαίος αντίθ. προς τα πουλιά και τα ψάρια, τὰ πεζὰ καὶ τὰ πτηνά, ζώα και πουλιά, σε Πλάτ. II. μεταφ. λέγεται για τη γλώσσα, αυτός που δεν ανεβαίνει πάνω από το συνηθισμένο επίπεδο, πεζός, ανιαρός, τετριμμένος, σε Λουκ. III. 1. δοτ. θηλ. πεζῇ (ενν. ὁδῷ) ως επίρρ., με τα πόδια, σε Ξεν. 2. από την ξηρά, σε Θουκ.