Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πεζοπόρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πεζο-πόρος, -ον, αυτός που βαδίζει στην ξηρά, σε Ανθ.· ναύτης ἠπείρου, πεζοπόρος πελάγους, λέγεται για τον Ξέρξη, στο ίδ.