LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πεζικός"
- πεζικός, -ή, -όν (πεζικός)· 1. πεζός, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε πεζό στρατιώτη, τὸ πεζικόν, ο πεζός στρατός, πεζικό, σε Ξεν.· τὰ πεζικά, οι επιθέσεις του πεζικού, στον ίδ. 2. όπως το πεζός, λέγεται για δύναμη ξηράς αντίθ. προς το στόλο, στον ίδ., σε Αισχίν. κ.λπ.