LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πεζεύω"
- πεζεύω, μέλ. -σω (πεζός)· 1. πηγαίνω ή ταξιδεύω με τα πόδια, περπατώ αντίθ. προς ιππεύω, σε Ευρ. 2. πηγαίνω από την ξηρά, αντίθ. προς το πηγαίνω από τη θάλασσα, σε Ξεν.· οἱ πεζεύοντες, δυνάμεις ξηράς, σε Αριστ.